ἐπάξιος

ἐπάξιος
ἐπάξιος
a
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επάξιος — α, ο (AM ἐπάξιος, ία, ον) 1. ο πραγματικά άξιος, ο αντάξιος, ο ισάξιος («ἔχονθ ἕκαστον τῆς δίκης ἐπάξια», Αισχύλ.) 2. αυτός που γίνεται κατ αξίαν, δικαίως, που αρμόζει, που πρέπει («ἐλευθέρα καλεῑ τὸ λοιπὸν καὶ γάμων ἐπαξίων τεύξει», Σοφ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • επάξιος — α, ο επίρρ. α που γίνεται ή δίνεται σύμφωνα με αξία ή δίκαια, αντάξιος, που αξίζει τον κόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπαξίων — ἐπάξιος a fem gen pl ἐπάξιος a masc/neut gen pl ἐπᾱξίων , ἐπάγνυμι break fut part act masc nom sg (doric) ἐπάγω bring on fut part act masc nom sg (doric) ἐπᾱξίων , ἐπαξιόω think right imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπᾱξίων , ἐπαξιόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαξίως — ἐπάξιος a adverbial ἐπάξιος a masc acc pl (doric) ἐπᾱξίως , ἐπαξιόω think right imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπαξιόω think right imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπαξιόω think right imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάξιον — ἐπάξιος a masc acc sg ἐπάξιος a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαξίαις — ἐπάξιος a fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαξίοις — ἐπάξιος a masc/neut dat pl ἐπᾱξίοις , ἐπάγνυμι break fut opt act 2nd sg (doric) ἐπάγω bring on fut opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαξίους — ἐπάξιος a masc acc pl ἐπᾱξίους , ἐπαξιόω think right imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπαξιόω think right imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) ἐπαξιόω think right imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαξίῳ — ἐπάξιος a masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάξια — ἐπάξιος a neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”